Ελσίνκι

Ελσίνκι
το г. Хельсинки;
тж. Χελσίνκι, Χέλσίνγκφοος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Ελσίνκι" в других словарях:

  • Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σιμπέλιους, Γιαν — (Sibelius). Φιλανδός συνθέτης (Ταβαστέχις 1865 Γαίρβενπαιαι, Ελσίνκι 1957). Εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη μουσική μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (μουσικές βραδιές με τις αδελφές του), στα όρια του ευγενέστερου ερασιτεχνισμού, ενώ ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτάνεν, Αρτούρι Ίλμαρι — (Arturi Ilmari Virtanen, Ελσίνκι 1895 – 1973). Φιλανδός βιοχημικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Ελσίνκι το 1919 και παρακολούθησε διάφορα τμήματα ειδίκευσης σε πανεπιστήμια της Ευρώπης. Έγινε καθηγητής της βιοχημείας στην πολυτεχνική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Γκράνιτ, Ράγκναρ Άρτουρ — (Ragnar Arthur Granit, Ελσίνκι 1900 – Στκχόλμη 1991). Σουηδός νευροφυσιολόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1927. Διετέλεσε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: E–H — v · d · …   Wikipedia

  • Ααλτόνεν, Βάινε — (Wäinö Aaltonen, 1894 – 1966).Φιλανδός γλύπτης. Σπούδασε στη σχολή σχεδίου της Τουρκού, διαμόρφωσε όμως αυτόνομα την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Η πρώτη περίοδος της δραστηριότητάς του χαρακτηρίζεται από σειρά γυναικείων προτομών γεμάτων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ζάτοπεκ, Εμίλ — (Emil Zatopek, Κοπρίβνιτσε 1922 – Πράγα 2000). Τσέχος δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Ένας από τους κορυφαίους αθλητές αγώνων αντοχής και ημιαντοχής, έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Ο άνθρωπος ατμομηχανή. Κέρδισε στην καριέρα του συνολικά 4… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Ρέβελ, Βιβλίο Γκαμπριέλ — (Revel, 1910 – 1964). Φιλανδός αρχιτέκτονας. Το 1963 αποφοίτησε από το Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Ελσίνκι. Το 1952 σχεδίασε ένα μεγάλο συγκρότημα ξενοδοχείου και γραφείων στο Ελσίνκι. Η εργασία του αυτή εκφράζει περιστατικά τον φιλανδικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»